- μυριόπλουτος
- -η, -ομε πάρα πολλά πλούτη: Μυριόπλουτοι βασιλιάδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μυριόπλουτος — η, ο (Μ μυριόπλουτος, η, ον) αυτός που έχει αναρίθμητα πλούτη, πάμπλουτος μσν. μτφ. αυτός που έχει πλούτο χαρισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + πλοῦτος] … Dictionary of Greek
μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή … Dictionary of Greek